-
1 ανεξαγόραστος
η, ο1) недоступный, очень дорогой (о вещах); 2) неоплатный;αυτό πού μού κάνατε είναι γιά μένα ανεξαγόραστο — за это я перед вами в неоплатном долгу;
3) неподкупный;4) неподкупленный
1 ανεξαγόραστος
αυτό πού μού κάνατε είναι γιά μένα ανεξαγόραστο — за это я перед вами в неоплатном долгу;